- οἰκουροκαθέδριος
- οἰκουροκαθέδριος βίος,A home-keeping and sedentary life, Tz.H.1.287.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικουροκαθέδριος — οἰκουροκαθέδριος, ον (Μ) φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» μονήρης βίος, οικιακός βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»] … Dictionary of Greek